πολυκλήιδι

πολυκλήιδι
πολυκλήις
with many benches
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυκληῖδι — πολυκλήις with many benches fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέρχομαι — ΝΜΑ 1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.) 2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α.… …   Dictionary of Greek

  • πολυκλήϊς — ιδος, ἡ, Α (επικ. τ.) 1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κληΐς, επικ. τ. τού κλείς «σύρτης, αμπάρα» (πρβλ. ευ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”